- απαλοζώνω
- ζώνω, περιβάλλω ανάλαφρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαλο- — (AM ἁπαλο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < απαλός. Χρησιμεύει ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον απαλό, τον τρυφερό, τον μαλακό σε σχέση προς αυτό που δηλώνει το β συνθετικό της λέξης. Πρβλ. απαλόσαρκος,… … Dictionary of Greek
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek